θερμοχυτης

θερμοχυτης
    θερμοχύτης
    θερμο-χύτης
    -ου ὅ сосуд для горячих напитков Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θερμοχυτης" в других словарях:

  • θερμοχύτης — θερμοχύτης, ὁ (Α) δοχείο για σερβίρισμα θερμών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(o) * + χύτης (< χέω), πρβλ. επι χύτης, νερο χύτης] …   Dictionary of Greek

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»